συνεξανίστημι

συνεξανίστημι
Α [ἐξανίστημι]
1. διεγείρω ή εξεγείρω, ξεσηκώνω μαζί («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», Πλούτ.)
2. (μέσ. ή παθ.) συνεξανίσταμαι
α) προσέρχομαι με κάποιον
β) κάνω κάτι ή προετοιμάζομαι για κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον («Πύρρος τούτοις ἄμα συνεξαναστὰς ἐπὶ Βέροιαν ἦλθε», Πλούτ.)
γ) μτφ. συμμορφώνομαι με κάτι («συνεξανίστασθαι τοῑς καιροῑς» — να ακολουθούν τις περιστάσεις, Πολ.)
δ) εγείρομαι μαζί με άλλον σε αποστασία («τὰ ἔθνη τὰ τῷ Κασσίῶ συνεξαναστάντα», Δίων Κάσσ.)
ε) παραφέρομαι από ενθουσιασμό υπέρ κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνεξαναστάντα — συνεξανίστημι stir up aor part act neut nom/voc/acc pl συνεξανίστημι stir up aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξαναστάντων — συνεξανίστημι stir up aor part act masc/neut gen pl συνεξανίστημι stir up aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξανιστάμενον — συνεξανίστημι stir up pres part mp masc acc sg συνεξανίστημι stir up pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξανέστη — συνεξανίστημι stir up plup ind act 1st sg συνεξανίστημι stir up aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξαναστῆναι — συνεξανίστημι stir up aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξανισταμένη — συνεξανίστημι stir up pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξανισταμένης — συνεξανίστημι stir up pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξανισταμένου — συνεξανίστημι stir up pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξανισταμένους — συνεξανίστημι stir up pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξανιστάμενοι — συνεξανίστημι stir up pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”